- Ἰσμαρίς
- Ἰσμαρίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰσμαρίδα — Ἰσμαρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσμαρίδες — Ἰσμαρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσμαρίδος — Ἰσμαρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρύμη — I Αρχαιότατη αποικία των Θασίων στη Θράκη. Αποτελούσε προάστιο της Μεσημβρίας, από την οποία χωριζόταν με τον ποταμό Λίσο, ο οποίος στέρεψε όταν πέρασε από κει ο περσικός στρατός γιατί, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, «... ουκ αντέσχε το ύδωρ παρέχων… … Dictionary of Greek